Το Μπλόκο του Βύρωνα


Ω!!! Τώρα πια δεν είμαστε οι ανήμποροι κι οι αδύναμοι
κι ούτε ένα σφίξιμο κανείς δε νιώθει στην καρδιά του.
Γυρτός κανείς, δειλός κανείς, μονάχα ψηλομέτωποι,
αγέρωχοι, ανοίγουμε τα κάστρα του θανάτου.
(Κώστας Γιαννόπουλος)


Μαρτυρία:
7 Αυγούστου 1944
Εκείνη τη Δευτέρα, 2 απ’ το μεσημέρι, ακούστηκαν στη συνοικία μας ολούθε τα χουνιά: «Προσοχή προσοχή! Φτάνουν οι Γερμανοί απ’ το Παγκράτι! Όλοι οι άντρες κρυφτήτε! Σας φρουρεί ο ΕΛΑΣ!». Ο ΕΛΑΣ μας φρουρούσε με τις 5 αραβίδες του και τα 2 αυτόματα, κ’ έτσι 4 1)2 χιλιάδες Βυρωνιώτες κατάφεραν να διαφύγουνε τριγύρω. Φτάνουν οι Γερμανοί. Τηλεφωνούν για ενίσχυση, καταφθάνει ο λοχαγός Τριαντάφυλλος Κοτζαμάνης με το λόχο του, χωροφύλακες, παπαγιώργηδες, μπουραντάδες, και πίσω αλαφιασμένοι χίτες με γερμανική στολή ΕΣ-ΕΣ οι περισσότεροι.

Ξεχύνονται στους δρόμους με πυροβολισμούς, σέρνουν τους άντρες απ’ τα μαλλιά απ’ τα σπίτια, χτυπώντας με υποκοπάνους και κλωτσιές. Ένας νέος δεν τους ακολουθεί, τον σκοτώνουν στην πλατεία αγ. Λαζάρου. Μαζεύουν πεντακόσους πούμειναν, τους
συγκεντρώνουν σ’ εκατό 5άδες, τους λένε πως θα τους σκοτώσουν γιατί τραυματίστηκε στο χέρι ένας γερμανός. Πετιούνται δυο λεβέντες επονίτες και φωνάζουν: «Είμαστε κομουνιστές κι’ εμείς τον τραυματίσαμε, σκοτώστε εμάς, οι άλλοι είνε αθώοι». Ο γερμανός τους περιφέρει στις 5άδες να υποδείξουν κι’ λαλλους μα δεν υπόδειξαν κανέναν και τους σκοτώνει εκεί μπροστά και πολλοί ραντιστήκανε απ’ το αίμα τους. ξεχωρίζει άλλους 10, τους παραδίνει στον Γκοτζαμάνη, αυτός τους στήνει σ’ έναν τοίχο, οδός Σμύρνης αριθ. 10, όπου σήμερα ακόμα φαίνουνται οι τρύπες της εχτέλεσης. Ένας μελλοθάνατος μιας βδομάδος πηδά τη μάντρα να γλυτώσει, ένας τσολιάς τον κυνηγά, τον τραυματίζει, τον αποτελειώνει πληγωμένο επί τόπου, και γελαστός γυρίζει να πάρει θέση στο εχτελεστικό απόσπασμα. Το παράγγελμα δόθηκε απ’ τον Γκοτζαμάνη.

Φύγανε τα σκυλιά παίρνοντας τους 487 ομήρους. Τότε μέσα απ’ τα πτώματα ξετρυπώνει ένα παιδί 15 χρονών κι’ εφώναξε: «Εγώ είμαι ζωντανός, εγώ είμαι ζωντανός!» κι’ έτρεχε με πεταμένα τα μάτια εδώ εκεί, προσπαθώντας να τρυπώσει για να μην τον ξανασκοτώσουν. Είταν αλήθεια ζωντανός, αλλά όμως ετρελάθηκε. Ο πατέρας του ήταν με τους ομήρους. Τώρα νύχτωσε πια και μες στο πηχτό σκότος άκουγες ένα θρήνο, ένα φοβερό μοιρολόι από χιλιάδες στόματα. Γυναίκες πεντακόσιων οικογενειών κλαίγανε τους χαμένους τους.

Πέρα απ’ το Βύρωνα, προς το Παγκράτι, την ίδια ώρα έσβυνε απομακρένοντας το ξένιαστο τραγούδι των τσολιάδων. Είχαν τελειώσει ευσυνείδητα το μεροκάματό τους της 7ης Αυγούστου του 1944.

Έτσι έγινε το «μπλόκο του Βύρωνα», που θα τόχετε ακούσει. Η πένα δεν τα περιγράφει όπως πρέπει, αλλά τα καταλαβαίνουν και κλαίνε όλες οι ανθρώπινες καρδιές του κόσμου.

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ

(Το κείμενο είναι από τη μπροσούρα «ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας 1941-1945», έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.
ΠΗΓΗ: Οικοδόμος)

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του ΙΘ” Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα: «Την 7/8/1944 και ώραν 17.40 γερμανικά αυτοκίνητα (2) πλήρη στρατιωτών διερχόμενα εκ της αγοράς Βύρωνος εδέχθησαν ριπή πολυβόλου παρ” Εαμίτου και ετραυματίσθησαν εις Γερμανός αξιωματικός και εις στρατιώτης, μετ΄ολίγον κατέφθασε ισχυρά γερμανική δύναμις ήτις διέταξε τη συγκέντρωση απάντων των ανδρών του συνοικισμού εις την πλατείαν Σμύρνης όπου συνεκεντρώθησαν 1.000 άνδρες. Παρέλαβε 10 αδιακρίτως εκ των συγκεντρωθέντων και τους εξετέλεσαν επιτόπου, άλλους δε 600 άνδρας τους μετέφερον εις Χαϊδάρι και εκείθεν τους μετέφερον εις Γερμανίαν».


Η αναφορά της αστυνομίας όμως δεν περιλαμβάνει τον 11ο ήρωα εκείνης της μέρας. Ήταν ο 20χρονος ΕΠΟΝίτης, φοιτητής του Πολυτεχνείου και γραμματέας της ΕΠΟΝ Ζωγράφου, Παναγιώτης Κασσιμάτης, που ενώ βρέθηκε τυχαία στο σημείο του μπλόκου, βλέποντας αποφασισμένο τον Γερμανό αξιωματικό να εκτελέσει τα 10 παλικάρια μπήκε μπροστά και πήρε εκείνος την ευθύνη επάνω του προκειμένου να γλιτώσει τους άλλους 10. «Σταματήστε, φονιάδες. Εγώ σκότωσα τον αξιωματικό σας. Εμένα να σκοτώσετε».
Ο Γερμανός αξιωματικός, που είχε δώσει και τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής πως αν παρουσιαστεί ο ένοχος θα άφηνε τους μελλοθάνατους ελεύθερους, τον εκτέλεσε απλά πρώτο. Στη συνέχεια ζήτησε απ” τον Ιάκωβο Μερκουριάδη να μιλήσει γιατί θα είχε την τύχη του Κασσιμάτη. Εκείνος απάντησε: «Αφού αυτός δεν φοβήθηκε το πιστόλι γιατί να φοβηθώ εγώ;». Λίγο αργότερα τα 11 παλικάρια ήταν νεκρά.


Μια μαρμάρινη στήλη στο σημείο θυμίζει σε όσους το έζησαν και γνωρίζει σε όσους δεν τους το “μαθε ποτέ κανείς ότι στο σημείο εκείνο στις 7 Αυγούστου του 1944 εκτελέστηκαν οι:


1 Μυλωνάς Λευτέρης – ετών 22,
2 Kαλαμούτης Γιώργος – ετών 22,
3 Μουρίκης Κώστας – ετών 19,
4 Καϊσέρογλου Ιορδάνης – ετών 17,
5 Χατζηιωάνου Ιπποκράτης – ετών 23,
6 Μερκουριάδης Ιάκωβος – ετών 18,
7 Κλειδάς Γιώργος – ετών 35,
8 Κασιμάτης Παναγιώτης – ετών 20,
9 Καλαϊτζής Βαγγέλης – ετών 25,
10 Διαμαντόπουλος Γιώργος – ετών 25,
11 Καπίτσικας Μανώλης – ετών 18.


Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, όλοι άκουγαν τη μάχη που έδινε η ομάδα του Κολλημένου στη Νεράιδα, στο τέρμα της Α. Κοραή που αρχίζει απ” του Μοργκεντάου. Οι ριπές από τα αυτόματα και τις χειροβομβίδες έπεφταν για να σπάσει ο κλοιός των ταγματασφαλιτών και να διαφύγουν. Όμως δεν τα κατάφεραν τελικά γιατί οι γερμανοτσολιάδες ήταν περισσότεροι και είχαν βαρύτερο οπλισμό. Οι 600 συλληφθέντες του μπλόκου κατέληξαν στο Χαϊδάρι κι από κει οι περισσότεροι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας.

Σε όλες τις περιπτώσεις των μπλόκων, όσοι προλάβαιναν να διαφύγουν το έκαναν. Τακτική των ΕΑΜικών οργανώσεων ήταν όταν υπήρχε πληροφορία για επικείμενο μπλόκο να απομακρύνονται οι κάτοικοι. Το ίδιο έγινε και στον Βύρωνα όπου ο ΕΠΟΝίτης Θόδωρος Κυριακίδης καλούσε τους κατοίκους να μην υποκύψουν στις απειλές των Γερμανών αλλά να φύγουν προς τα βουνά. Πράγματι στο μπλόκο του Βύρωνα οι χαράδρες και οι σπηλιές του Υμηττού είχαν γεμίσει κόσμο. Ο Βύρωνας άδειασε και από στελέχη, αφού περίπου 70 μαχητές από το ΙΙ/2 Τάγμα του ΕΛΑΣ και ομάδες της Πολιτοφυλακής κατέφυγαν προσωρινά στο Κατσιπόδι και το Δουργούτι.