Σουκατζίδης Ναπολέων

Την 27 Απριλίου 1944, Έλληνες αντάρτες του ΕΛΑΣ σκοτώνουν τον Γερμανό στρατηγό Κρεντς στους Μολάους. Ως αντίποινα, οι Γερμανοί διατάσσουν την εκτέλεση 200 κρατουμένων. Επρόκειτο
για κομμουνιστές, που το καθεστώς Μεταξά είχε φυλακίσει στην Ακροναυπλία. Οι δοσίλογοι τους «κληροδότησαν» στους Ναζί, που τους διατηρούσαν στο Χαϊδάρι, ως απόθεμα για ανάλογες περιπτώσεις.

Στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, ο διερμηνέας, κρατούμενος και αυτός, διαβάζει τη λίστα με τους 200. Όσοι ακούν το όνομά τους λένε «παρών» και στήνονται στη σειρά για «μεταγωγή». Ξέρουν ότι μεταγωγή σημαίνει εκτέλεση. Έξαφνα, στο νούμερο 167, ο διερμηνέας διαβάζει το δικό του όνομα: «Ναπολέων Σουκατζίδης».
Ο Σουκατζίδης φωνάζει ο ίδιος «παρών», παραδίδει τη λίστα στον Γερμανό υπαξιωματικό και πηγαίνει να σταθεί στη σειρά με τους άλλους. Επικρατεί αναβρασμός.
Ο διοικητής του στρατοπέδου Καρλ Φίσερ κάνει νόημα στον Ναπολέοντα ότι εξαιρείται. Γνωρίζει επτά γλώσσες. Τους είναι χρήσιμος. Ο Σουκατζίδης ρωτά τον ναζί: «Εάν γλιτώσω, θα εκτελεστεί ένας λιγότερος;». Θέλει να ζήσει, δεν θέλει, όμως, να στείλει άλλον στον απόσπασμα.
Ο διοικητής απαντά ότι έχει διαταγή να σκοτώσει διακόσιους. Έτσι, το νούμερο 167, ανένδοτο,
επιστρέφει στη σειρά με τους μελλοθάνατους.

Η εκτέλεση έγινε τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 1944, οπότε οι διακόσιοι της Καισαριανής είχαν μια μέρα για να γράψουν στους δικούς τους. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης έστειλε στον πατέρα του τα εξής: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση. Να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιό σου». Και στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρείς σύντροφο άξιό σου και άξιό μου»

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και
στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή!
Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει.
Τι είναι τούτο δω;
Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό.
Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι.
 Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό.
Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.